Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

το γεύμα

  • 1 meal

    γεύμα

    English-Greek new dictionary > meal

  • 2 posiłek

    γεύμα

    Słownik polsko-grecki > posiłek

  • 3 обед

    обед м 1) το γεύμα, το φα(γ)ί, το φαγητό· \обед из трёх блюд το γεύμα με τρία φαγητλ· готовить \обед μαγειρεύω· давать \обед δίνω γεύμα, κάνω τραπέζι 2) (обеденное время) το μεσημέρι· до \обеда πριν το φαγητό, πριν το μεσημέρι ( π μ)· после \обеда μετά το φαγητό, το απόγευμα, μετά το μεσημέρι (μ. μ.)· во время \обеда, за г-ом την ώρα του φαγητού
    * * *
    м
    1) το γεύμα, το φα(γ)ί, το φαγητό

    обе́д из трёх блюд — το γεύμα με τρία φαγητά

    гото́вить обе́д — μαγειρεύω

    дава́ть обе́д — δίνω γεύμα, κάνω τραπέζι

    2) ( обеденное время) το μεσημέρι

    до обе́да — πριν το φαγητό, πριν το μεσημέρι (π. μ.)

    по́сле обе́да — μετά το φαγητό, το απόγευμα, μετά το μεσημέρι (μ.μ.)

    во вре́мя обе́да, за обе́дом — την ώρα του φαγητού

    Русско-греческий словарь > обед

  • 4 обед

    α.
    γεύμα (μεσημβρινό φαγητό)• φαγητό, φαΐ, τροφή• μεσημέρι, γιόμα (χρόνος)•

    после -а μετά το φαγητό ή μετά το μεσημέρι•

    до -а πρίν το γεύμα ή πριν το φαγητό πριν το μεσημέρι•

    прощальный обед αποχαιρετιστήριο γεύμα, μπενετάδα•

    во время -а πάνω στο γεύμα, την ώρα του φαγητού•

    за -ом στο φαγητό, στο τραπέζι•

    он застал меня за -ом αυτός με βρήκε στο φαΐ• пригласить к -у; просить (звать) на обед προσκαλώ σε γεύμα•

    подавить обед σερβίρω το φαγητό•

    готовить обед ετοιμάζω (μαγειρεύω) το φαγητό•

    обед готов; обед подан; обед на столе το φαγητό είναι σερβιρισμένο•

    званый обед γιορταστικό (επίσημο)γεύμα.

    Большой русско-греческий словарь > обед

  • 5 обед

    обед
    м
    1. τό γεύμα, τό <ραγητό[ν]:
    званый \обед τό ἐπίσημο[ν] γεῦμα· давать \обед παραθέτω γεϋμα, κάνω τραπέζι· готовить \обед μαγειρεύω·
    2. (обеденное время) τό γιόμα, τό μεσημέρι, ἡ μεσημβρία, ἡ ὠρα τοῦ γεύματος:
    до \обеда πρίν τό γεῦμα, πρίν τό μεσημέρι· цосле \обеда μετά τό γεϋμα, τό ἀπόγευμα.

    Русско-новогреческий словарь > обед

  • 6 блюдо

    блюдо с 1) (посуда ) η πια τέλα 2) (кушанье) το φα(γ)η τό, το φα(γ)ί обед из трёх блюд το γεύμα με τρία είδη φαγητά
    * * *
    с
    1) ( посуда) η πιατέλα
    2) ( кушанье) το φα(γ)ητό, το φα(γ)ί

    обе́д из трёх блюд — το γεύμα με τρία είδη φαγητά

    Русско-греческий словарь > блюдо

  • 7 дать

    дать 1) в разн. знач. δίνω дайте, пожалуйста... δώστε, παρακαλώ... дайте им знать ειδοποιείστε τους \дать согласие συμφωνώ \дать концерт δίνω κοντσέρτο; \дать обед παραθέτω γεύμα 2) (разрешить) αφήνω, επιτρέπω дайте мне пройти επιτρέψτε μου να περάσω
    * * *
    1) в разн. знач. δίνω

    да́йте, пожа́луйста... — δώστε, παρακαλώ…

    да́йте им знать — ειδοποιείστε τους

    дать согла́сие — συμφωνώ

    дать конце́рт — δίνω κοντσέρτο

    дать обе́д — παραθέτω γεύμα

    2) ( разрешить) αφήνω, επιτρέπω

    да́йте мне пройти́ — επιτρέψτε μου να περάσω

    Русско-греческий словарь > дать

  • 8 заказать

    заказать παραγγέλλω, κάνω παραγγελία" \заказать билет παραγγέλλω εισιτήριο \заказать обед πα ραγγέλλω γεύμα
    * * *
    παραγγέλλω, κάνω παραγγελία

    заказа́ть биле́т — παραγγέλλω εισιτήριο

    заказа́ть обе́д — παραγγέλλω γεύμα

    Русско-греческий словарь > заказать

  • 9 перед

    перед (передо ) 1) (о месте) μπροστά· \перед домом μπροστά στο σπίτι 2) (о времени) πριν, προ· \перед тем, как πριν να...· \перед обедом πριν από το γεύμα 3) (по отношению к) προς, μπροστά· преклоняться \перед героем υποκλίνομαι μπροστά στον ήρωα· извиниться \перед кем-л. ζητώ συγνώμη από κάποιον
    * * *
    1) ( о месте) μπροστά

    пе́ред до́мом — μπροστά στο σπίτι

    2) ( о времени) πριν, προ

    пе́ред тем, как — πριν να…

    пе́ред обе́дом — πριν από το γεύμα

    3) ( по отношению к) προς, μπροστά

    преклоня́ться пе́ред геро́ем — υποκλίνομαι μπροστά στον ήρωα

    извини́ться пе́ред кем-л. — ζητώ συγνώμη από κάποιον

    Русско-греческий словарь > перед

  • 10 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 11 трапеза

    θ.
    1. τραπέζι, τράπεζα•

    сесть за -ой κάθομαι στο τραπέζι (για γεύμα).

    || το γεύμα.
    2. τραπεζαρία• κοινό εστιατόριο μοναστηριού.
    3. (εκκλσ.) Αγία Τράπεζα.

    Большой русско-греческий словарь > трапеза

  • 12 банкет

    I.
    1.(дорожный) η αναβαθμίδα, η βαθμίδα
    2. (барьер, перегораживающий русло реки для проведения каких-л. работ) το φράγμα. II.
    (званый обед, ужин) η δεξίωση, το επίσημο γεύμα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > банкет

  • 13 банкет

    банкет
    м τό ἐπίσημο[ν] γεῦμα, τό συμπόσιο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > банкет

  • 14 блюдо

    блюдо
    с
    1. (посуда) ἡ πιατέλλα;
    2. (кушанье) τό φαγητό[ν], τό φαΐ, τό φαγί:
    обед из трех блюд τό γεῦμα μέ τρία είδη φαγητών; вку́сное \блюдо τό νόστιμο φαγί.

    Русско-новогреческий словарь > блюдо

  • 15 до

    до I
    предлог с род. п.
    1. ὠς, ἐως:
    от Т^ До Киева ἀπ' τή Μόσχα ὡς τό Κί· Ρο с осени до зимы ἀπό τό φθινόπωρο ^Ι°Ζεΐμῶνα· с утра до вечера ἀπό τό πΡωι ὡς -ό βραδυ·
    2. (вплоть до) ἰσαμε, μέχρι[ς]:
    до конца ὡς τό τέλος, μέχρι τέλους· до берега ίσαμε τό γιαλό· бороться до последней капли кро́ви ἀγωνίζομαι μέχρι (τής) τελευταίας ρανίδος (τοῦ) αίματος· до сих пор а) ίσαμε τώρα (о времени), б) ίσαμε δῶ (о пространстве)· до особого распоряжения μέχρι είδικής διαταγής· дети до 10 лет τά παιδιά κάτω των δέκα ἐτῶν
    3. (прежде, перед) πρίν (ἀπό), πρό:
    до революции πρίν τήν ἐπανάσταση· до нашей эры πρό Χριστού· до войны πρίν τό πόλεμο, πρό τοῦ πολέμου· до обеда πρό τοῦ γεύματος, πρίν ἀπό τό γεύμα· до темноты πριν βραδυάσει, πρίν σκοτεινιάσει· до отъезда πρίν νά φύγω·
    4. (при указании степени чего-л.):
    я до крайности удивлен μένω κατάπληκτος, ἀπορῶ καί ἐξίσταμαι· я до того́ счастлив! εἶμαι τόσο εὐτυχής!· до чего́ он глуп! τί βλάκας πού εἶναι!, πόσο ἀνόητος εἶναι!·
    5. (около) μέχρι, περίπου, ὠς:
    жара до 30° ζέστη μέχρι 30 βαθμούς· в зале до тысячи мест ἡ αίθουσα ἐχει περίπου χίλιες θέσεις· ◊ мне нет дела до этого αὐτό δέν μέ ἀφορα· мне не до шу́ток δέν ἔχω δρεξη γιά ἀστεϊα· мне не до смеху δέν ἔχω δρεξη γιά γέλοια· мне не до вас δέν μπορῶ ν'ἀσχοληθῶ μαζί σας· мне не до того δέν ἔχω καιρό γιά...· что до меня... δσο γιά μένα...· от времени до времени ἀπό καιροῦ είς καιρόν до тех пор пока μέχρις δτου, ὡς πού νά· до того́ как μέχρις δτου, ὡς πού νά· до свидания ἀντίο, είς τό ἐπανιδείν, χαίρετε· до завтра (ές) αὐριον.
    до II
    с нескл. муз. τό ντό.

    Русско-новогреческий словарь > до

  • 16 еда

    еда
    ж
    1. (пища) ἡ τροφή·
    2. (обед, завтрак, ужин) τό γεύμα, τό φαγητό(ν), τό φαγί:
    во время еды τήν ὠρα τοϋ φαγητού· аппетит приходит во время еды ἡ ὀρεξη ἐρχεται τρώγοντας.

    Русско-новогреческий словарь > еда

  • 17 из

    из
    (изо) предлог с род. п. ἀπό, ἐκ. ἐξ:
    выходить из театра βγαίνω ἀπό τό θέατρο· приехать из Афин ἔρχομαι ἀπό τήν "Αθήνα· дом из камня σπίτι ἀπό πέτρα, πέτρινο σπίτι· каждый из нас ὁ καθένας ἀπό μϋς· из любопытства ἀπό περιέργεια, χάριν περιέργειας· из зависти ἀπό φθόνο, ἀπό ζήλεια· изо дня в де́нь ἀπό μέρα σέ μέρα, μέρα μέ τή μέρα· из года в год ἀπό χρόνο σέ χρόνο· из бедной семьи́ ἀπό φτωχή οἰκογένεια· одно из двух ἕνα ἀπ· τά δυό· обед из трех блюд γεῦμα μέ τρία φαγητά.

    Русско-новогреческий словарь > из

  • 18 кушать

    ку́ша||ть
    несов τρώγω:
    \кушатьйте, пожалуйста! ὁρίστε, σερβιρισθήτε!· \кушатьть подано τό φαΐ (или τό γεῦμα) εἶναι ἔτοιμο.

    Русско-новогреческий словарь > кушать

  • 19 на

    на I
    предлог Α. с вин. и предл. п.
    1. (при обозначении места, на поверхности \на на вопросы куда?, где?) (ἐ)πάνω σέ, σέ, ἐπί:
    на столе πάνω στό τραπέζι· на стол στό τραπέζι· писать на бумаге γράφω σέ χαρτί· лежать на кровати εἶμαι ξαπλωμένος στό κρεββάτι· лечь нз диван ξαπλώνω στό ντιβάνι· рисунок на ковре σχέδιο στό χαλί·
    2. (при обозначении направления или местонахождения \на на вопросы куда?, где?) σέ:
    ехать на Кавказ πηγαίνω στόν Καύκασο· отдыхать на Волге ἀναπαύομαι στό Βόλγα· смотреть на небо κοιτάζω τόν οὐρανό· подниматься на трибуну ἀνεβαίνω στό βήμα· идти на работу πηγαίνω στή δουλειά· быть на совещании εἶμαι στή συνεδρίαση· В. с вин. п.
    1. (при обозначении срока, промежутка времени) γιά:
    на несколько дней γιά μερικές μέρες· на час γιά μιά ῶρα· нанимать на месяц νοικιάζω γιά ἕνα μήνα· уехать на зиму (на лето) φεύγω γιά ὀλο τό χειμῶνα (γιά ὀλο τό καλοκαίρι)· лекция перенесена на вторник ἡ διάλεξη ἀναβλήθηκε γιά τήν Τρίτη· отложить на конец мая ἀναβάλλω γιά τό τέλος τοῦ Μάη· на будущей неделе τήν ἄλλη ἐβδομάδα·
    2. (при обозначении меры, количества) σέ, γιά:
    купить на триста рублей ἀγοράζω γιά τριακόσια ρούβλια· на два рубля меньше (κατά) δυό ρούβλια λιγωτερο· разделить на пять частей διαιρώ σέ πέντε μέρη· делить на три мат διαιρώ διά τοῦ τρία· обед на четыре человека γεῦμα γιά τέσσερα ἄτομα· комната на двоих δωμάτιο γιά δύο ἄτομα· опаздывать на два часа ἄργώ δυό ὠρες· на сто кяломет-ров (σέ) ἐκατό χιλιόμετρα·
    3. (при обозначении цели, назначения) γιά, διά, σέ:
    деньги на ремонт χρήματα γιά τήν ἐπισκευή· на всякий случай γιά κάθε ἐνδεχόμενο· С. с предл. п.
    1. (при обозначении орудия или средства действия, при обозначении предмета, являющегося опорой, основанием, внутренней частью чего-л.) μέ:
    ехать на поезде ταξιδεύω μέ τό τραίνο· играть на гитаре παίζω κιθάρα· готовить на масле μαγειρεύω μέ βούτυρο· суп на мясном бульоне σούπα μέ ζωμό κρέατος· пальто на меху παλτό μέ γούνα· коляска на рессорах ἀμαξάκι μέ σοϋστες· развести́ на молоке διαλύω μέσα σέ γάλα·
    2. (во время чего-л., в течение) σέ, κατά:
    на каникулах στίς διακοπές· ◊ на голодный желудок μέ ἄδειο στομάχι· верить на слово δίνω πίστη στά λόγια κάποιου· на лету́ στον ἀέρα· схватывать на лету́ перен πιάνω πουλιά στον ἀέρα· читать на память ἀπαγγέλλω ἀπό μνήμης· на весь мир σ'ὅλο τόν κόσμο· сидеть на веслах κάθομαι στά κουπιά· перевести́ на греческий язык μεταφράζω στά ἐλληνικά· право на отдых δικαίωμα ἀνάπαυσης· беседа на тему συζήτηση πάνω στό θέμα· на наших глазах μπροστά στά μάτια μας· подать жалобу на кого-л. ὑποβάλλω καταγγελίαν ἐναντίον κάποιου· идти на смерть ἀντιμετωπίζω τό θάνατο· идти на врага ἐπιτίθεμαι κατά τοῦ ἐχθροῦ· влиять на кого-л. ἐπιδρώ πάνω σέ κάποιον быть на стороне кого-л. εἶμαι μέ τό μέρος κάποιου· дыра на дыре χιλιοτρυπημένο.
    на II
    частица разг (возьми) νά, πόρτο:
    на тебе книгу νά πάρε τό βιβλίο· ◊ вот тебе (и) на! αὐτό μᾶς Ελειπε!

    Русско-новогреческий словарь > на

  • 20 напрашиваться

    напрашив||аться
    несов
    1. разг πάω φιρί φιρί, ἐπιδιώκω νά...:
    \напрашиваться на обед ἐπιδιώκω νά μέ καλεσουν σέ γεύμα· \напрашиваться на комплименты ἐπιζητώ κομπλιμέντα·
    2. (о мысли и т. ἡ.) βγαίνω μόνος μου:
    \напрашиватьсяается вывод βγαίνει μόνο του τό συμπέρασμα например вводн. сл. παραδείγματος χάριν, λόγου χάρη.

    Русско-новогреческий словарь > напрашиваться

См. также в других словарях:

  • γεῦμα — taste neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεύμα — και γέμα και γιόμα, το (AM γεῡμα, Μ και γεῡσμα και γέσμα) η τροφή, το φαγητό μσν. νεοελλ. 1. το πρόγευμα 2. το μεσημεριανό φαγητό, το κύριο γεύμα τής ημέρας νεοελλ. 1. η απαραίτητη ποσότητα τροφής που καταναλώνει κανείς («τρία γεύματα την ημέρα») …   Dictionary of Greek

  • γεύμα — το το σύνολο των φαγητών που τρώμε συνήθως το μεσημέρι: Με κάλεσε σε γεύμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… …   Dictionary of Greek

  • δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… …   Dictionary of Greek

  • συνεστίαση — η / συνεστίασις, άσεως, ΝΜΑ, και συνεστίη Α [συνεστιῶ] το να μετέχει κάποιος στο ίδιο γεύμα, να παρακάθεται σε γεύμα μαζί με άλλους νεοελλ. γεύμα με πολλούς καλεσμένους …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • γεύμαθ' — γεύ̱ματα , γεῦμα taste neut nom/voc/acc pl γεύ̱ματι , γεῦμα taste neut dat sg γεύ̱ματε , γεῦμα taste neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεύματ' — γεύ̱ματα , γεῦμα taste neut nom/voc/acc pl γεύ̱ματι , γεῦμα taste neut dat sg γεύ̱ματε , γεῦμα taste neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακάλεστος — η, ο (Μ ἀκάλεστος) [καλῶ] 1. εκείνος που δεν τόν έχουν προσκαλέσει σε γάμο, γεύμα, γιορτή «ακάλεστος στον γάμο» 2. όποιος πηγαίνει απρόσκλητος σε γάμο, γεύμα, γιορτή «τον ακάλεστο στον γάμο κάτω κάτω τόν καθίζουν» …   Dictionary of Greek

  • απόγευμα — κ. γεμα κ. γιομα, το (AM ἀπόγευμα) [γεύμα] το χρονικό διάστημα από το μεσημεριανό φαγητό (γεύμα) ως το βράδυ, απομεσήμερο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»